Σάββατο 16 Μαρτίου 2019

Ο θρησκευτικός μανδύας της φασιστικής βίας









Δεν ξέρω τί είναι πιο φρικτό.
Το γεγονός μιας ρατσιστικής φασιστικής σφαγής όπως η πρόσφατη στη Νέα Ζηλανδία ή το ότι αρχίζουμε να το αντιμετωπίζουμε ως κάτι το σύνηθες;
Ξέρω όμως πόσο φρικτό είναι το ότι επειδή τα θύματα ήταν μη Δυτικοί και μουσουλμάνοι προκάλεσε λιγότερες αντιδράσεις στην Δύση από όσες θα προκαλούσε αν ήταν Δυτικοί και μη μουσουλμάνοι, θύματα κάποιας τρομοκρατικής επίθεσης μίας φονταμενταλιστικής οργάνωσης που ισχυρίζεται ότι ασπάζεται το Ισλάμ.
Γεγονός είναι ότι ο ρατσισμός και η ξενοφοβία των δυτικών ακροδεξιών συνεχίζουν να δολοφονούν.
Όχι, δεν θα μπω στη διαδικασία σύγκρισης με την φονταμενταλιστική βία που ασκούν μη Δυτικοί.
Ακριβώς επειδή πιστεύω ότι η αξία της ανθρώπινης ζωής είναι μία και αδιαίρετη.
Σαφώς και δεν υπάρχει το παραμικρό περιθώριο δικαιολόγησης σε καμία από τις περιπτώσεις!
Μόνο η καταδίκη ταιριάζει!
Αυτό που προκύπτει  ως σκέψη είναι το ερώτημα του ρόλου της θρησκείας.
Στην περίπτωση της ακροδεξιάς φασιστικής (δυτικής, “λευκής”, όπως θέλετε πείτε την) βίας είναι ίσως πιο "δυσάρεστα οικεία" για τον Δυτικό, αφού το θρησκευτικό περιβάλλον της είναι αυτό στο οποίο επικρατούν οι χριστιανικές ομολογίες.
Κατά τη γνώμη μου οι αιτίες γένεσης δεν είναι θρησκευτικές. Ίσως η τεκμηρίωση των κινήτρων και των εκδηλώσεων να αποπειράται τον σχηματισμό ενός θρησκευτικού περιβλήματος, σε κάθε περίπτωση έρχεται όχι απλώς σε αντίφαση αλλά σε πλήρη σύγκρουση με την χριστιανική διδασκαλία.
Αμέτρητες φορές έχει παρουσιαστεί και αναλυθεί το ασυμβίβαστο μεταξύ Ευαγγελίου και φασισμού. Η ταύτισή τους ή η προσπάθεια εύρεσης συνάφειας, νομίζω, ότι δείχνει αν όχι υστεροβουλία τουλάχιστον αφέλεια και αμάθεια.
Αυτό που παρουσιάζει όντως ενδιαφέρον είναι η σχέση που φαντάζονται ότι έχουν όσοι διάκεινται θετικά απέναντι στο φασιστικό έκτρωμα με τον Χριστιανισμό.
Το θέμα είναι τεράστιο και μόνο λίγες σκέψεις θα μπορούσαμε να πούμε εδώ.
Σημαντική ευθύνη έχει ο “εθναρχικός” ρόλος τον οποίο αποδίδουν πολλοί στην θεσμική Εκκλησία.
Η έννοια του “Γένους”, η ύπαρξη ενός “περιούσιου λαού Του Θεού” που ταυτίζει το εκκλησιαστικό ποίμνιο με μία συγκεκριμένη εθνικότητα, που περιορίζει και υποβιβάζει τον Χριστιανισμό σε μια εθνική – κρατική θρησκεία θυμίζει πολύ την ιουδαϊκή θεοκρατία με τον αυστηρά εθνικό χαρακτήρα της. Σε πλήρη αντιίθεση με την Αγία Γραφή και για να αναφέρουμε μόνο τα “πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη” (Ματθ. 28,19) και “οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην” (Γαλ. 3,28) είναι μία ακόμη εκδήλωση του ίδιου παλαιού φαινομένου της εργαλειοποίησης της θρησκείας για την εξυπηρέτηση πολιτικών σκοπών, με κορυφαία της θεσμοποίηση – κρατικοποίηση της Εκκλησίας από το τέλος της αρχαιότητας μέχρι τις μέρες μας.
Η εθνικιστική (και κατ' επέκταση η φασιστική ως απότοκη πολλές φορές της πρώτης) φαντασιακή τάξη τοποθετεί την θρησκεία πολύ ψηλά στην ιεραρχία της ιδεολογίας της όχι λόγω της συμφωνίας της με τις αρχές της αλλά αναγνωρίζοντας την κοινωνική επιρροή της και προφανώς θέλοντας να την εκμεταλλευθεί αφενός αποκτώντας νομιμοποίηση στην συλλογική συνείδηση και αφετέρου στρατολογώντας περισσότερους νέους ακολούθους.Το τρίπτυχο “Πατρίς – Θρησκεία -Οικογένεια” στην ελληνική ακροδεξιά ρητορική δεν είναι τυχαίο αλλά αντιθέτως ιδιαιτέρως προσεκτικά επιλεγμένο.
Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι οι ακροδεξιοί κύκλοι που πασχίζουν να διεκδικήσουν μια “αποκλειστικότητα” κάποιας χριστιανικής ταυτότητας αποσιωπούν τεχνηέντως τον βιβλικό λόγο και το πρόσωπο Του Ιησού Χριστού, χρησιμοποιώντας την εκκλησιαστική εικονογραφία και τα χριστιανικά σύμβολα με τον ίδιο τρόπο που χρησιμοποιούν εθνικά κοσμικά σύμβολα ενώ αναφέρονται συνεχώς σε “προφητείες” που αποδίδουν σε κληρικούς και μοναχούς (ζώντες και κεκοιμημένους) θέλοντας να αποδείξουν κάποια “θεϊκή εύνοια ενός εθνικού πεπρωμένου”.
Η φασιστική ρατσιστική βία (λεκτική και σωματική) παρουσιάζεται ως θεάρεστη και χριστιανική αφού εναρμονίζεται με την δική τους κατασκευασμένη στρεβλή εικόνα του Χριστιανισμού, μιας δικής τους εθνικιστικής θρησκείας που υπακούει στο δικό τους ρατσιστικό και εθνικιστικό κοσμοείδωλο.
Η Θεοτόκος, οι αγίες και οι άγιοι ακόμη και ο ίδιος ο Χριστός (αν ποτέ Τον αναφέρουν) παρουσιάζονται ως ο,τιδήποτε άλλο εκτός από αυτό που όντως είναι. Στρατηλάτες, πολεμιστές, υπερφυσικά όντα που θυμίζουν μυθικούς ήρωες, πάνοπλοι και τρομεροί τιμωροί και εκδικητές σε έναν ιερό πόλεμο εναντίον αλλόθρησκων και αλλοεθνών. Σε αυτή την λογική μια μερίδα του κλήρου και των μοναχών, δυστυχώς όχι μικρή, λησμονούν το αποστολικό έργο τους και αναλαμβάνουν τον άχαρο και θλιβερό ρόλο της ιδεολογικής υποστήριξης.
Τα εθνικά κοσμικά σύμβολα αντικαθιστούν το ιερό σύμβολο του Τίμιου Σταυρού, το χριστιανικό κήρυγμα ξεπέφτει σε ρητορική μίσους, μισαλλοδοξίας και εθνικισμού, τα ιδανικά “της φυλής” φιμώνουν την Αγάπη.
Και κάπως έτσι κάποιος (απογοητευμένος από τις τραγικές συνθήκες στις οποίες ζει και για τις οποίες φρόντισε το σύστημα στο οποίο ζούμε και η γενική παραίτηση και ανάθεση) πιστεύοντας ότι εκπληρώνει το “πατριωτικό και θρησκευτικό” καθήκον του, καταπίνει όλη την φασιστική σαπίλα που του σερβίρεται δηλώνοντας μάλιστα και “πιστός Χριστιανός” μισώντας τον αλλοεθνή, τον αλλόθρησκο, τον πρόσφυγα και τον μετανάστη χωρίς να έχουν πέσει ποτέ τα μάτια του (και χωρίς βεβαίως να έχει φροντίσει κάποιος από αυτούς που θα έπρεπε να του το πει!) σε οποιαδήποτε σελίδα της Αγίας Γραφής αγνοώντας εντελώς ποιός είναι ο “πλησίον” και τί είναι  η Αγάπη.

Πέμπτη 7 Μαρτίου 2019

Για ποιά "Ημέρα της Γυναίκας" μιλάμε;





Κοντεύει να καταντήσει σαν την Γιορτή του "Αγίου Βαλεντίνου"...
Διαφημίσεις και "προσφορές"...μαρκετίστικα αφιερώματα και καμπάνιες...
Γελαστές νεαρές γυναίκες ντυμένες με την τελευταία λέξη της μόδας και μακιγιαρισμένες ποζάρουν σε "επετειακές" αφίσες...
Δεν χωρούν σε αυτές τις καμπάνιες γυναίκες του μόχθου, της εργασίας, της ανεργίας, της φτώχειας, της ταλαιπωρίας, του αγώνα, της προσφυγιάς, της μετανάστευσης, του πολέμου....
Αδιανόητο βεβαίως να χωρέσουν οι trans γυναίκες...
Η υπόθεση των ανθρώπινων δικαιωμάτων δεν μπορεί να συζητηθεί εκτός κοινωνίας. Δεν γίνεται να θεωρήσει κανείς άσχετη την υπάρχουσα κοινωνική οργάνωση με το ζήτημα της ισότητας των φύλων. Πώς μπορεί κάποιος να πει ότι η ανισότητά τους σε ευκαιρίες, αντιμετώπιση και συνθήκες δεν έχει σχέση με την εγγενή ανισότητα του ίδιου του καπιταλισμού;
Η κοινωνία είναι χωρισμένη σε προνομιούχους και μη. Σε εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους. Οι έμφυλες διακρίσεις, όπως και η εκμετάλλευση και η καταπίεση που προκύπτουν από αυτές είναι φυσικό προϊόν της ίδιας της φύσης του συστήματος.
Εδώ κρύβεται και η μεγάλη παγίδα της αυταπάτης ότι ο αγώνας για την ισότητα των φύλων αφορά μόνο τις γυναίκες. Σε αυτό τον αγώνα θέση έχουν όλοι όσοι ζητούν μια δίκαιη κοινωνία. Μια κοινωνία στην οποία όπως δεν θα υπάρχει ανάγκη για "φιλανθρωπία" έτσι και δεν θα τίθεται το ζήτημα της ισότητας των φύλων αφού η κοινωνική δικαιοσύνη στην πράξη θα έχει κάνει πραγματικότητα την ισότητα όλων των μελών της κοινωνίας.
Για αυτό και στις καμπάνιες που αναφέρθηκαν παραπάνω προβάλλεται το "πρότυπο" της "ελκυστικής" καταναλώτριας - σεξουαλικού αντικειμένου πιστού στις επιταγές του φετιχισμού της εμπορευματοποίησης.
Η περιβόητη "ανεξαρτησία" περιορίζεται στην κατανάλωση και στην κάλυψη προϋποθέσεων κατάκτησης του τίτλου της "γυναίκας - τρόπαιου". Στην πραγματικότητα στην υποδούλωση της γυναίκας στα πιο ύπουλα δεσμά της πατριαρχίας.
Τα δικαιώματα στην εργασία, στην παιδεία, στην δημιουργία, στην αυτοπραγμάτωση και στην αυτοδιάθεση αποσιωπώνται, όσο προβάλλεται το "δικαίωμα" στην κατανάλωση.
Οι αγώνες των γυναικών για ισότητα έχουν ταξικό πρόσημο όσο ταξική είναι και η ανισότητα, η αδικία, η εκμετάλλευση και η καταπίεση που υφίστανται.
Είναι αγώνες που αφορούν όλους τους ανθρώπους ανεξαρτήτως βιολογικού ή κοινωνικού φύλου.

Τετάρτη 6 Μαρτίου 2019

"Ἡ δὲ γυνὴ ἵνα φοβῆται τὸν ἄνδρα"






Ακόμη μία γυναικοκτονία.
Ακόμη ένα φρικτό έγκλημα έρχεται να προστεθεί στη λίστα με τα κρούσματα έμφυλης βίας.
Η κοινωνία αναφέρεται ως “σοκαρισμένη”, την ίδια ώρα που με την ανοχή της και την σιωπή της ως συνενοχή μόνο ως τέτοια δεν πρέπει να θεωρείται.
Η βαθιά ριζωμένη πατριαρχία και οι διακρίσεις που γεννά είναι αναπόσπαστο κομμάτι της κυρίαρχης ιδεολογίας που στηρίζει και τροφοδοτείται από ένα σύστημα ανισότητας, εκμετάλλευσης και καταπίεσης.
Σε αυτή την νοσηρή κατάσταση ευθύνες έχουμε όλοι τόσο για την ανοχή μας όσο και για την νομιμοποίηση που προσφέρουν οι ιδέες και οι αντιλήψεις μας ως κοινωνικό σύνολο. Ο καθένας στο μερίδιο που του αναλογεί και σύμφωνα με τον κοινωνικό ρόλο που επιτελεί.
Τα στερεότυπα που αναπαράγονται, είτε της “γυναίκας – τρόπαιου” είτε της “καλής νοικοκυράς – δούλας και κυράς” έχουν σαφές ταξικό πρόσημο αφού υποβιβάζουν τη γυναίκα στο ρόλο του σεξουαλικού αντικειμένου και εμπορεύματος με την χρήση μίας σεξουαλικής “αξίας” σε ένα ιδιότυπο χρηματιστήριο μιας φετιχιστικής αγοράς στην πρώτη περίπτωση, ενώ στην δεύτερη της επιβάλλουν έναν ρόλο υποχείριου. Αυτά τα στερεότυπα δυστυχώς αναπαράγονται και προωθούνται και από μια μεγάλη μερίδα των γυναικών ανεξαρτήτως τάξης.
Ακόμη χειρότερα πολλές φορές ως “υπομονή” χαρακτηρίζεται η ανοχή και η υποταγή σε έναν σύντροφο – τύραννο που κακοποιεί είτε λεκτικά, είτε σωματικά. Πολύ περισσότερο όταν αυτή η “υπομονή” προβάλλεται ως χριστιανική αρετή αφού η “υπακοή” έχει αντικαταστήσει την Αγάπη στο νου και στον λόγο.
Η αποστολική φράση “ἡ δὲ γυνὴ ἵνα φοβῆται τὸν ἄνδρα” (Εφεσ. 5,33) χρησιμοποιείται καταχρηστικά ως τσιτάτο ενώ τεχνηέντως αποσιωπάται η αμέσως προηγούμενη φράση “πλὴν καὶ ὑμεῖς οἱ καθ' ἕνα ἕκαστος τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα οὕτως ἀγαπάτω ὡς ἑαυτόν”. Όπως και παραπάνω στο αποστολικό κείμενο “οἱ ἄνδρες ἀγαπᾶτε τὰς γυναῖκας ἑαυτῶν, καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς ἠγάπησε τὴν ἐκκλησίαν καὶ ἑαυτὸν παρέδωκεν ὑπὲρ αὐτῆς” (Εφεσ. 5,25) και “ἀντὶ τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα καὶ προσκολληθήσεται πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν” (Εφεσ. 5,31).
Βεβαίως ο αντίλογος μπορεί να παραπέμψει στο “Αἱ γυναῖκες τοῖς ἰδίοις ἀνδράσιν ὑποτάσσεσθε ὡς τῷ Κυρίῳ, ὅτι ὁ ἀνήρ ἐστι κεφαλὴ τῆς γυναικὸς, ὡς καὶ ὁ Χριστὸς κεφαλὴ τῆς ἐκκλησίας, καὶ αὐτός ἐστι σωτὴρ τοῦ σώματος. ἀλλ' ὥσπερ ἡ ἐκκλησία ὑποτάσσεται τῷ Χριστῷ, οὕτω καὶ αἱ γυναῖκες τοῖς ἰδίοις ἀνδράσιν ἐν παντί.” (Εφεσ. 5,22 – 24). Σε αυτό όμως θα έπρεπε αφενός να αναλογιστούμε τις κοινωνικές συνθήκες της εποχής (μιλάμε για τον 1ο αιώνα μ.Χ) και την θέση των γυναικών τότε, το πόσο ριζοσπαστική είναι η θέση του Παύλου λαμβάνοντας υπόψη τα υπόλοιπα που αναφέραμε, σε σχέση με την θέση των γυναικών της εποχής του ως “res”, δηλαδή ως αντικείμενο και αφετέρου ποιά και τί είδους είναι η σχέση Χριστού – Εκκλησίας στην οποία αναφέρεται ο απόστολος και με την οποία παρομοιάζει την σχέση άνδρα – γυναίκας.
Όπως και να έχει ο “φόβος” στον οποίο αναφέρεται ο Παύλος μόνο ως τρόμος δεν μπορεί να ερμηνευθεί. Ακόμη και αν εννοείται ένα είδος υποταγής ή υπακοής (σύμφωνα με μια σαφώς βελτιωμένη σε σχέση με τις σύγχρονές του αντιλήψεις θεώρηση) σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποδοθεί ως αποδοχή της κακοποίησης κάθε είδους.
Ο Άγιος Νεκτάριος είχε εκφράσει μια πολύ ενδιαφέρουσα άποψη γράφοντας ότι αυτός ο φόβος είναι ο φόβος της απώλειας της αγάπης. Ένα είδος “ηθικού” φόβου. Μία ευαισθησία που γεννά την φροντίδα.
Σε κάθε περίπτωση όμως τα παραπάνω εντάσσονται σε συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο με συγκεκριμένες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες. Αυτό που μένει ίδιο είναι το πνεύμα του λόγου το οποίο πουθενά και ποτέ δεν μιλά για απουσία αγάπης και σεβασμού και βεβαίως για κακοποίηση και εκμετάλλευση.
Με το τέλος των διωγμών και την κρατικοποίηση της θεσμικής εκκλησίας ως συνεργάτη της πολιτικής εξουσίας (εγώ σε νομιμοποιώ ως “ελέω θεού” και εσύ μου παρέχεις προνόμια) η εκκοσμίκευση επέβαλε την επιλογή πολιτικής θέσης και την προσαρμογή στην εκάστοτε κυρίαρχη κοινωνική οργάνωση. Τα έμφυλα ζητήματα δεν γινόταν να μείνουν εκτός της νέας τοποθέτησης. Αφού η θέση πλέον όριζε συνεργασία με τον Καίσαρα αυτό σήμαινε ότι ακόμη και ακουσίως θα υπήρχε συμφωνία με τον Καίσαρα (και κάθε πολιτική και οικονομική εξουσία). Με αυτόν τον τρόπο πολιτισμικά και κοινωνικά προϊόντα όπως αγκυλώσεις, προκαταλήψεις, ιδεοληψίες, αυταπάτες και εμμονές οδήγησαν σε διαστρεβλώσεις και παραχαράξεις, φτάνοντας στο σημείο να διαιωνίζουν τις ανισότητες και τις διακρίσεις ως μέρος της χριστιανικής διδασκαλίας δείχνοντας ανοχή στις συνέπειές τους.
Στην εποχή μας ευτυχώς υπάρχει η θεολογική και εκκλησιαστική βούληση να αντιμετωπιστούν οι παθογένειες. Μένει να γίνει πράξη.