(Το παρόν αποτελεί απόσπασμα από φροντιστηριακή εργασία μου στα πλαίσια του μαθήματος "Ιστορία Νεοελληνικής Λογοτεχνίας" του Π.Μ.Σ. "Θεολογία και Κοινωνία" του Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας & Θρησκειολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.)
Στην αρχή έγινε το Χάος, η Γη και ο Ερωτας. Κι ενώ οι δυο πρώτοι είναι οι προπάτορες
των πάντων, ο Ερωτας δεν έχει απόγονο κανένα, κι όμως χωρίς αυτόν κανείς και τίποτα δε
μπορεί να γεννήσει, να δημιουργήσει, να ποιήσει.
Πως να υπάρξει λοιπόν δημιουργία χωρίς Ερωτα. Ποίηση χωρίς Ερωτα.
Σε κάθε ποιητή, σε κάθε ποίημα, ο Ερωτας είναι παρών και κυρίαρχος. Δύναμη ζωοποιός,
δημιουργική και κατευθυντήρια. Κι ας μασκαρεύεται πολλές φορές, πίσω από
φυσιολατρικές περιγραφές, ή εθνικές εξάρσεις, ή επαναστατικές κραυγές, ή
απελπισμένους λυγμούς, ή σιωπές απογοήτευσης και παραίτησης, ή ακόμη και ευλαβείς
προσευχές.
Έρωτας είναι.
Το όνομα του εραστή αλλάζει : Ζωή, Φύση, Πατρίδα, Λαός, Ελευθερία, Δημοκρατία,
Δικαιοσύνη, Επανάσταση, Θεός...
Μα, ο Ερωτας μένει Ερωτας.
Κι ο Ερωτας στον Χριστιανόπουλο, ξεχύνεται και απλώνεται στους στίχους. Ορμά και
κουρσεύει. Πολλές φορές καταπιέζεται, αποθαρρύνεται, απογοητεύεται, καταπνίγεται, μένει
ανεκπλήρωτος και ανομολόγητος. Δώδεκα φορές ερωτεύτηκε στη ζωή του, λέει ο ποιητής
σε συνέντευξή του, τις ένδεκα χωρίς ανταπόκριση, αλλά και χωρίς εξομολόγηση. Σιωπηλά.
Σαν μια προσευχή που δεν εισακούστηκε. Όχι.
Σαν μια προσευχή που δεν ειπώθηκε, καλύτερα..
Κι αυτός ο Ερωτας πυρκαγιά χωρίς ούτε μια φανερή φλόγα, αυτή η ανέκφραστη
προσευχή, τραγουδιέται σε στίχους που ντύνονται θρησκευτικά, όχι για να βεβηλώσουν
αλλά για να αναδείξουν το μέγεθος και την έκταση της λαβωμένης λατρείας.
Μέσα από εικόνες, λέξεις, φράσεις, εκφράσεις, σχήματα, ιστορίες θρησκευτικές.
Άγιοι, μάρτυρες, αμαρτωλοί και ενάρετοι, μετανιωμένοι και αμετανόητοι, πεπτωκότες και
ανανήψαντες, κολασμένοι, στον ίδιο λατρευτικό χορό του Ερωτα.
Έτσι, θα προσπαθήσω να τους ακολουθήσω.
Εκατόνταρχος Κορνήλιος
(Από τη συλλογή Εποχή των ισχνών αγελάδων - 1950)
Κύριε, μην απορείς για την τόση μου πίστη·
η αγάπη μού υπαγορεύει την πίστη.
Δε σε παρακαλώ για το Νικήτα ούτε για το Χαρίλαο
μήτε για το Νικόλαο που δεν πρόφτασε να βαρεθεί τις προσευχές.
Τον Αντώνιο κάνε καλά, τον Αντώνιο.
Όταν ήταν μικρός και ελεύθερος,
ασχολούνταν κι αυτός με τα γράμματα και τις τέχνες·
ήταν κάτοχος της αρχαίας ελληνικής και του άρεζε να παίζει ακορντεόν.
Όμως τώρα είναι δούλος μου – μη ρωτάς πώς.
Έχω εξουσία επάνω του του δεσμείν και του λύειν.
Μπορώ να τον κάνω ό,τι θέλω.
Μπορώ ακόμα και να τον λευτερώσω, αν και μου είναι οδυνηρό·
εξάλλου εργάζεται αποδοτικά με τη μεγάλη του ρώμη.
Γι’ αυτούς, Κύριε, τους λόγους και γι’ άλλους πολλούς
κάνε καλά τον Αντώνιο, το δούλο τού δούλου σου.
Αν παραστεί ανάγκη, μπορεί να γίνω και χριστιανός.
Όμως κάν’ τον καλά, μόν’ αυτό σου ζητώ, τίποτ’ άλλο.
Θα ’ταν ανήθικο κάθε άλλο που θα τολμούσα να σου ζητήσω.
Ένας κύριος προσεύχεται για τη σωτηρία του αγαπημένου δούλου του. Προσεύχεται στο
Θεό των Χριστιανών, αν και δεν είναι ο ίδιος. Δεν έχει την χριστιανική πίστη. Έχει την πίστη της
αγάπης, που την υπαγορεύει. Η αγάπη του είναι τόσο δυνατή που γεννά πίστη. Είναι τόσο δυνατή
που σαν πίστη δυνατή μετακινεί όρη. Προσεύχεται για τον Αντώνιο, όχι για τον πιστό χριστιανό
Νικόλαο. Αυτόν που μπορεί να κάνει ό,τι θέλει. Αυτόν που η αγάπη του κάνει τον κύριο να
προσευχηθεί για το δούλο. Μια προσευχή όχι πίστης αλλά αγάπης. Για αυτό ίσως και να είναι πιο
δυνατή. Αυτός ο περήφανος παγανιστής εκατόνταρχος, γονατίζει μπροστά στον Θεό των
χριστιανών και προσεύχεται. Αυτός που είναι κύριος ανθρώπων, νιώθει ανίσχυρος να σώσει τον
δούλο του, κ ιας έχει πάνω του εξουσία του δεσμείν και του λύειν, ζωής και θανάτου. Είναι έτοιμος
να προδώσει την πατρογονική πίστη των ειδώλων και να υποταχθεί ως δούλος, αυτός ο κύριος
ανθρώπων, στο θεό των δούλων του, να γίνει κι αυτός δούλος. Και γίνεται. Μόνο για να γίνει καλά,
για να σωθεί, για τίποτα άλλο. Δε τολμά να ζητήσει τίποτα άλλο, θα ήταν ανήθικο. Κάθε άλλο θα
ήταν ανήθικο. Ίσως μια ανομολόγητη ανήθικη αγάπη, αποτρόπαιη και ανίερη στα μάτια του θεού
των δούλων, του Θεού των Χριστιανών. Κι έτσι η προσευχή Αγάπης, που γεννά την πίστη, κρύβει
την αγάπη, κρύβει την κινητήριο δύναμή της, την αιτία και την αρχή που τη γεννά, γιατί θα
αμαύρωνε την προσευχή σε ένα θεό που ποτέ δεν θα την ενέκρινε. Κι ο φόβος της απόρριψης της
προσευχής, ο φόβος του θανάτου του αγαπημένου, πνίγει την έκφρασή της με λόγια κι όμως τη
δηλώνει τόσο εκκωφαντικά που η φωνή της προσευχής φτάνει στα ουράνια. Ίσως τελικά να
εισακουστεί και να γίνει το θαύμα.
Μαγδαληνή
(Από τη συλλογή Εποχή των ισχνών αγελάδων - 1950)
Τὸν ξεχώρισα μόλις τὸν εἶδα. ἤμουνα ταχτικὴ στὰ κηρύγματά του
πούλησα κι ἕνα κτηματάκι τῆς θειᾶς μου γιὰ νὰ τὸν ἀκολουθήσω.
Ὅμως ὅταν πιὰ ὅλα τὰ ξόδεψα, ἀποφάσισα νὰ πουλήσω καὶ τὸ κορμί μου,
στὴν ἀρχὴ στοὺς ἀνθρώπους τῶν καραβανιῶν, κατόπι στοὺς τελῶνες
κοιμήθηκα μὲ σκληροτράχηλους Ρωμαίους κι οἱ Φαρισαῖοι δὲ μοῦ εἶναι ἄγνωστοι.
Κι ὅμως μέσα σ’ αὐτὰ δὲν ξεχνοῦσα τὰ μάτια του.
Μῆνες γιὰ χάρη του ἔτρεχα ἀπ' τὸ ναὸ στὸ λιμάνι
κι ἀπὸ τὴν πόλη στὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν.
Κύριε μυροπώλη, κάντε μου, σᾶς παρακαλῶ, μιὰ μικρὴ ἔκπτωση.
Γιὰ ἕνα βάζο ἀλαβάστρου δὲ φτάνουν οἱ οἰκονομίες μου.
Κι ὅμως πρέπει νὰ ἀποχτήσω αὐτὸ τὸ μύρο μὲ τὰ σαράντα ἀρὠματα.
Μ’ αὐτὸ τὸ μύρο θ’ ἀλείψω τὰ πόδια του,
μ’ αὐτὰ τὰ μαλλιὰ θὰ σφουγγίσω τὰ πόδια του,
μ’ αὐτὰ τὰ χείλη, τὰ πόδια του
τὰ ἐξαίσια κι ἄχραντα θὰ φιλήσω.
Ξέρω, εἶναι πολὺ αὐτὸ τὸ μύρο γιὰ τὴ μετάνοια,
ὡστόσο γιὰ τὸν ἔρωτα εἶναι λίγο.
Κι ἄν μιὰ μέρα ἀσπαστῶ τὸ χριστιανισμό, θά ‘ναι γιὰ τὴν ἀγάπη του
κι ἄν μαρτυρήσω γι’ Αὐτόν, θά ‘ναι ἡ ἀγάπη του ποὺ θὰ μ’ ἐμπνέει.
Γιατὶ, κύριε, ὁ ἔρωτας μοῦ ἀνάβει τὴν πίστη κι ἡ ἀγάπη τὴ μετάνοια
κι ἴσως μείνει αἰώνια τ' ὄνομά μου σὰ σύμβολο
ἐκείνων ποὺ σώθηκαν καὶ λυτρώθηκαν ὅτι ἠγάπησαν πολύ.
Ο παθιασμένος απαγορευμένος έρωτας φλογίζει τα σωθικά αυτής της Μαγδαληνής.
Δεν είναι η βιβλική Μαγδαληνή, η δαιμονισμένη που θεράπευσε ο Κύριος. Είναι άλλη. Είναι
η γυναίκα του πόθου και του πάθους. Που έπαθε γιατί αγάπησε πολύ. Που κήρυξε πόλεμο
στο εμπόδιο, στο δύσκολο στο ακατόρθωτο. Που αποφάσισε να γυρίσει τον κόσμο
ανάποδα για τον έρωτά της. Που τσαλάκωσε την ψυχή της και το σώμα της για τον
αγαπημένο. Αυτή που στο βωμό του έρωτα προσέφερε ολοκαύτωμα την ύπαρξή της. Μια
ανθρωποθυσία έρωτα, η ολοκληρωτική και απόλυτη θυσία. Με όλη την καρδιά και το είναι
της υπέστη την περιφρόνηση και το διωγμό που κατατρέχει κάθε ιέρεια της Αφροδίτης, στα
μάτια του κατεστημένου καθωσπρεπισμού. Από τον άκαρδο ιουδαϊκό του Νόμου, μέχρι τον
διπρόσωπο στείρο πουριτανισμό των όρνεων που τρέχουν στις εκκλησίες των Χριστιανών,
όχι για το Αίμα και τη Σάρκα του Σωτήρα, αλλά μεθυσμένοι και βαρυστομαχιασμένοι από
το αίμα και τη σάρκα των αδερφών τους, αδιαφορώντας για το Ευαγγέλιο της Αγάπης και
μένοντας στο Νόμο του λιθοβολισμού. Όμως αυτή, η πόρνη Μαγδαληνή, που εξαργύρωσε
τον πόθο της με όλο της το βιος, σαν σώθηκε κι αυτό, έβγαλε στο σφυρί το κορμί της.
Έβγαλε στον πάγκο της αγοράς αυτό που ήθελε να κρατήσει για τον αγαπημένο της κι
όμως το ξόδεψε στις βρώμικες αγκαλιές των στρατιωτών και των φαρισαίων. Μόνο για να
μπορεί να αντικρίζει τα μάτια του αγαπημένου της. Λες και δεν είχαν νόημα τα λόγια του,
παρά μόνο τα μάτια του, που στοίχειωσαν το μυαλό και την καρδιά της κι εκείνη τα
καταδίωκε, αφού εκείνα την καταδίωξαν και την κατέλαβαν.
Ολόκληρη φλέγεται κι αφού πια καταλαβαίνει ότι δεν έχει ελπίδα ανταπόκρισης, προχωρά
στη θυσία της. Στη μετάνοια. Είναι έτοιμη να πληρώσει με την εξιλέωσή της. Να μυρώσει
τα λατρεμένα πόδια, να τα πλύνει με τα δάκρυά της και να τα σφουγγίσει με τα μαλλιά της.
Να τα λατρέψει. Να δείξει τη λατρεία της για τον λατρεμένο αγαπημένο της. Κι αν το μύρο
αυτό είναι λίγο για τη μετάνοια, για τον έρωτα είναι πολύ. Γιατί για τον έρωτα τα έκανε όλα.
Για τον έρωτα δεν μετανιώνει. Για την πτώση της δεν μετανιώνει. Για τη θυσία της δε
μετανιώνει, γιατί αγάπησε πολύ..
Δεν είναι η πίστη που την παρακινεί δεν είναι η θρησκευτική αποδοχή ενός υπερκόσμιου
Μεσσία και Θεού. Είναι ο έρωτας. Είναι ο ασπασμός μιας άλλης δικής της προσωπικής
θρησκείας. Της θρησκείας του έρωτα. Της θρησκείας του αγαπημένου της. Και για αυτή τη
θρησκεία είναι έτοιμη να πιστέψει. Να πιστέψει στη θρησκεία της αγάπης της. Να
θυσιαστεί για αυτή. Να μαρτυρήσει, να πεθάνει φρικτά. Να ολοκληρώσει και να
επισφραγίσει τη θρησκεία της. Τίποτα δεν είναι το βιος που ξοδεύτηκε, το κορμί που
πουλήθηκε και σκορπίστηκε, το μύρο που αγοράστηκε, τα δάκρυα που έτρεξαν, τα φιλιά
στα πόδια του. Η ίδια η πίστη σε αυτόν. Είναι η αγάπη του. Αυτό είναι το παν. Και για το
παν θα κάνει το παν. Θα δώσει τη ζωή της, θα πεθάνει όχι από πίστη αλλά από έρωτα.
Η φωτιά του έρωτα, η φλόγα του πόθου της ανάβει την πίστη. Χωρίς αυτή θα ήταν νεκρή,
ανούσια. Με τη φωτιά του έρωτα θα ανάψει το βωμό της πίστης, της δικής του πίστης. Και
εκεί θα καεί με χαρά και θα γίνει στάχτη από έρωτα, μιας και από τότε που τον γνώρισε,
έτσι κι αλλιώς φλεγόταν, μόνο που οι φλόγες που την έτρωγαν δεν φαίνονταν. Την έκαιγαν
όμως το ίδιο. Και η αγάπη; Η αγάπη ανάβει την μετάνοια. Την μετάνοια για όσα έκανε; όχι
βέβαια! Σίγουρα θα τα έκανε ξανά και ξανά και ξανά και χίλιες και δέκα χιλιάδες και
εκατομμύρια φορές θα τα ξαναέκανε και θα πλάγιαζε με όλους τους στρατιώτες της
αυτοκρατορίας και με όλους τους φαρισαίους και τα υπόλοιπα κατακάθια της οικουμένης,
προκειμένου να αντικρίζει τα μάτια του και να ακούει τα λόγια. Η αγάπη της όμως για αυτήν
θα ανάψει την μετάνοια που σαν άλλη Κασταλλία Πηγή θα ξεπλύνει τις κηλίδες και τις
λάσπες του βούρκου που βυθίστηκε για να μπορέσει να βλέπει τα μάτια του και να ακούει
τα λόγια του, να φτάσει να μυρώσει τα πόδια του και να τα ασπαστεί, να τα λατρέψει.
Αυτό το πληγωμένο και κουρελιασμένο σφάγιο της θυσίας της αγάπης, το ρημάδι που
έμεινε από το τσαλαπάτημα του κόσμου, αυτό το ανθρώπινο ερείπιο που με τη θέλησή του
πέρασε όλες τις πύλες της κόλασης γιατί ερωτεύθηκε τον Ουρανό, ίσως να μείνει σύμβολο
στους αιώνες. Ίσως κάποτε βρεθούν οι Καλοί Σαμαρίτες που δεν θα το προσπεράσουν
όπως ο Ιουδαίος και ο Λευίτης. Δεν θα μείνει το αγέρωχο και “ευσεβές” βλέμμα τους στη
λερωμένη επιφάνεια. Δεν θα αηδιάσει από τι μελανιές του αγοραίου έρωτα ούτε από τις
πληγές των βασάνων. Θα σκύψουν και θα δουν μέσα σε αυτό το ρημαγμένο κορμί μια
ψυχή να φλέγεται από έρωτα, μια καρδιά να χτυπά για εκείνον που αγάπησε. Κι ίσως
καταλάβουν ότι ο έρωτας που άναψε την πίστη και η αγάπη την μετάνοια, τελικά την
ξέπλυναν από όσα πέρασε για τον έρωτα εκείνου. Κι ίσως τελικά να σώθηκε και να
λυτρώθηκε. Γιατί αγάπησε πολύ..
Στίχοι της Αγίας Αγνής για τον Αγιο Σεβαστιανό
(Από τη συλλογή Εποχή των ισχνών αγελάδων - 1950)
Πεθαίνεις πριν να βαρεθείς τις προσευχές.
Οι στρατιώτες του εκτελεστικού αποσπάσματος
αγαπούν και πλαγιάζουν απαράλλαχτα σαν όλους τους άλλους,
καπνίζουν κι αρέσκονται να βγαίνουν φωτογραφίες
κι ανάβουν ολόιδια κεριά στην Αφροδίτη και την Εστία.
Τίποτε ανάμεσα σ' αυτούς και το στέρνο σου·
μόνο τα βέλη τους που θα σε υψώσουν στον ουρανό
κι αυτή η πίστη σου που τυραννάει τους ανθρώπους.
Γδυμένος το χιτώνα σου το στρατιωτικό,
γυμνός φαντάζεις πιο άγιος.
Αύριο ένα πλήθος άνθρωποι θα ονομαστούν Σεβαστιανοί:
παιδιά που θα παίζουν σε αυλές, νέοι που θα δουλεύουν σε μηχανοστάσια,
πρόεδροι φιλανθρωπικών σωματείων, ταραχοποιοί και λογοτέχνες.
Αύριο τ' όνομά σου θα περνάει από στόμα σε στόμα
κι οι αδελφοί θα σε μνημονεύουν στα μαρτυρολόγια
και θα κυκλοφορούν λιθογραφίες με το μαρτύριό σου.
Ομως εσύ, δεμένος στο δέντρο, βουτηγμένος στα αίματα,
κει στον παράδεισο μη μας ξεχνάς,
εμάς που για την πίστη στριμωχτήκαμε μαζί σου,
κυρίως όμως μην ξεχνάς την επαφή μας
το πρώτο βράδυ μετά το μαστίγωμα,
την πιο αθώα, την πιο τυχαία των σωμάτων μας επαφή,
την ώρα που τα χείλη μας υμνολογούσαν τον Κύριο.
Μαζί με τη Μαγδαληνή, θα μπορούσαμε να πούμε πως αυτά τα δύο είναι το πιο
ακραία θρησκευτικά ερωτικά ποιήματα του Χριστιανόπουλου. Αν στη Μαγδαληνή, ο
έρωτας έμενε χωρίς σάρκα, μόνο στην περιοχή του πόθου χωρίς προσμονή
ανταπόκρισης, χωρίς καν να τολμά να εκφραστεί, εδώ πάει ένα βήμα παραπέρα. Ένα
μικρό μα τόσο μεγάλο και τολμηρό βήμα. Το ερωτικό αντικείμενο δεν είναι μια
θεανθρώπινη μεσσιανική ύπαρξη, αλλά ένας απτός, καθημερινός, σάρκινος άνδρας που
περνά στο ηρωϊκό φάσμα των ημίθεων μαρτύρων..
Οι ανδρικές φιγούρες των στρατιωτών, όσο ρωμαλέες κι ελκυστικές κι αν είναι, δεν
ξεφεύγουν από τον χοϊκό γήϊνο χώρο.. Πίνουν, καπνίζουν, πλαγιάζουν, αγαπούν όπως
κάθε κοινός άνδρας. Δεν ξεχωρίζουν, δεν αξίζουν την προσοχή, την έξαψη, τον πόθο της
Αγνής..
Ανάμεσά τους ξεχωρίζει, αναδεικνύεται, αναδύεται και εξυψώνεται μόνο ο μάρτυρας
Σεβαστιανός. Απογυμνωμένος από τα σχήματα του κόσμου, από ταμπέλες και ταυτότητες,
από στολές και γνωρίσματα ανθρώπινα. Μια αγγελική μορφή υπερανθρώπινη που ανοίγει
τα φτερά για τον παράδεισο, λουσμένος στο αίμα του μαρτυρίου, μέσα από το καμίνι των
βασανιστηρίων, πέρα από την κυριαρχία του θανάτου, πετά για την υπερκόσμια διάσταση
αυτών που νίκησαν τη σάρκα και τον πόνο..
Γυμνός φαντάζει πιο άγιος.. Γυμνός από την ύλη κι όμως τόσο υπέροχος, τόσο πιο
υπέροχος. Τόσο πιο όμορφος. Πιο αγνός και πιο παραδεισένιος, πιο ποθητός.
Ετοιμάζεται να περάσει στη σφαίρα της λαϊκής λατρείας, στην αποθέωση των πιστών, να
καταγραφεί στα μαρτυρολόγια των νικητών της νέας πίστης και να γίνει συνοδοιπόρος της
πρωτοπορίας της νεαρής Εκκλησίας, ορόσημο στον αγώνα της, οδοδείκτης στα μέλη της,
αιώνιο μέλος της χορείας των αγίων και των πρωταθλητών της.
Και φοβάται η Αγνή, μήπως εκεί στα Ηλύσια Πεδία των Αθανάτων, στις νήσους των
Μακάρων, αναπαυμένος στην ημίθεη δόξα, ευφραινόμενος την ατέρμονη ευδαιμονία του
παραδείσου, λησμονήσει όχι μόνο τα φρικτά μαρτύρια αλλά και τους φοβισμένους
συντρόφους του που δεν έφτασαν τα δικά του ύψη. Κι είναι πιο σκληρή η λησμονιά και η
άγνοια από την απόρριψη. Πονάει πιο βαθιά και πιο πικρά.
Και θα πονούσε ίσως λιγότερο αν το τελευταίο βράδυ πριν την εκτέλεση δεν είχε συμβεί
τυχαία (τυχαία άραγε;) εκείνη η δειλή επαφή των κορμιών. Εκείνη η φοβισμένη και
τρεμάμενη αφή, που αναρίγησε την σάρκα της Αγνής. Μια υποψία ένωσης, μια ελπίδα
αγγίγματος, ένας ανομολόγητος πύρινος πόθος χαδιού, μια σχεδόν ενοχική προσδοκία
ερωτικού ηλεκτρισμού και αίσθησης του αλλόκοσμου κορμιού που προετοιμαζόταν για το
φτερούγισμα στον Ουρανό...
Αθώα; Πόσο αθώα; Αλλά και γιατί ένοχη; Πόσο ένοχο θα ήταν αυτό για το οποίο
πλάστηκαν τα κορμιά; Μπορεί και ένοχο. Με ποιο δικαίωμα θα μπορούσε αυτή να
διεκδικήσει αυτό που ανήκει στον Ουρανό; Που πάντα του άνηκε; Αθώα λοιπόν, έστω κι
έτσι, έστω και μόνο για να το πει και για να το ακούσει η ίδια, αφού η στιγμή ήταν ιερή. Για
εκείνον ήταν η ώρα της προσευχής και της υμνολογίας του Επουράνιου Κυρίου, για εκείνη
ήταν η ώρα που για πρώτη και τελευταία φορά ακούμπαγε την ουσία της στην ουσία των
αγίων και των αγγέλων, στο φλεγόμενο από θείο έρωτα ον, ασυγκίνητο πιθανότατα στον
δικό της το γήϊνο...
Δεν ξέρω τι ακριβώς περίμενα να βρω και να πω με αυτή την μικρή εργασία, όμως
σίγουρα έπεσα έξω. Το ήξερα ότι ο Χριστιανόπουλος είναι ο,τιδήποτε άλλο από αυτό που
νομίζεις ότι είναι ως ποιητής. Το ήξερα ότι η ποίησή του δεν είναι εύπεπτη. Δεν είναι
ρομαντικά στιχάκια, δεν είναι ωραιοπλασίες, δεν είναι ανάλαφροι στοχασμοί ή στρατευμένη
ποίηση. Δεν περίμενα εύκολη την ποίησή του, ούτε είχα τέτοια εντύπωση από το ελάχιστο
διάβασμα των στίχων του στο παρελθόν. Είναι ένας ποιητής αυτοβιογραφικός και
εξομολογητικός.
Ξεκίνησα με ενθουσιασμό να βρω το πάντρεμα της θρησκείας και της μεταφυσικής με τον
έρωτα, έχοντας υπόψη μου το έντονα εκκλησιαστικό ξεκίνημα της ζωής του. Βρήκα Το Θεό;
Βρήκα την άρνησή Του; Δεν ξέρω.
Αυτό που βρήκα είναι πόνο. Πόνο θρησκευτικών και κοσμικών διαστάσεων. Όχι κοσμικών
με την έννοια της εκκοσμίκευσης, αλλά με την έννοια των αχανών και δυσθεώρητων
διαστάσεων ολόκληρων κόσμων και συμπάντων. Διαστάσεις και αποστάσεις σχεδόν
αδύνατο να μετρηθούν και να υπολογιστούν. Και τι είναι η ποίηση να μετρηθεί, μα μπει στο
υποδεκάμετρο ή στο καντάρι;
Η σκιά της παραεκκλησιαστικής – οργανωσιακής ανατροφής και διαπαιδαγώγησης πέφτει
βαρειά πάνω του. Η ενοχή για τον “αμαρτωλό έρωτα” δεν απουσιάζει και δεν τον
εγκαταλείπει ποτέ. Η ετερόφυλη πλευρά του Ερωτα αντιμετωπίζεται ως πηγή του κακού σε
αυτά τα περιβάλλοντα. Πόσο μάλλον η ομόφυλη πλευρά του, που διπλά και τριπλά
καταδικάζεται και καταδιώκεται.
Στην πρώτη συλλογή, στην Εποχή των ισχνών αγελάδων, τα βιβλικά πρόσωπα
λειτουργούν ως προσωπεία. Πίσω από τα ιερά πρόσωπα της Γραφής και της
Εκκλησιαστικής Ιστορίας, ο ποιητής υμνεί τον Ερωτα. Σε όλες του τις μορφές. Από την πιο
φωτεινή και ελπιδοφόρα, ως την πιο σκοτεινή. Από την πλέον πλατωνική και θρησκευτικά
λατρευτική, ως την πιο ένοχη και ανομολόγητη. Παντού το θεϊκό στοιχείο μπλέκεται με το
ανθρώπινο. Παντού ο έρωτας έχει μια υπερβατική διάσταση και μια ανεξιχνίαστη φύση, μη
νοητή και αντιληπτή για το μικρό ανθρώπινο μυαλό. Μόνο με την καρδιά και με το πύρωμα
που κάνει το αίμα να τρέχει σαν τρελό στις φλέβες, θα μπορούσε κανείς να ψηλαφίσει το
δημιουργό της Θεογονίας. Μόνο αν λατρέψει και θυσιαστεί σαν τη Μαγδαληνή, αν ασκηθεί
και κακοπάθει σαν τη Μαρία την Αιγυπτία, αν μαρτυρήσει σαν την Αγνή. Το βιβλικό
περίβλημα, δεν φυλακίζει την εσώτερη αλήθεια της εξερεύνησης των ερωτικών
σκιρτημάτων και του ερωτικού παιδεμού. Οι στίχοι και οι ιστορίες τους σοκάρουν τον
τυπικό “ευσεβή”. Φρίττει και αναστατώνεται. Η βλασφημία και η ιεροσυλία είναι
απροκάλυπτη και ηχηρή! Ναι, όταν από την αρχή ξεκινάς να βρεις κάτι, θα το βρεις. Κι ας
μην υπάρχει εκεί. Όταν κι εσύ κλείνεις μάτια και αυτιά, κι ακόμη χειρότερα, όταν κλείνεις
καρδιά, βλασφημία θα βρεις στον Χριστιανόπουλο. Δεν πειράζει. Δεν είναι όλα για όλους!
Μείνε στην αυτοδικαίωση και στην απαξίωση ο,τιδήποτε δεν καταλαβαίνεις, ή καλύτερα,
ο,τιδήποτε δεν θέλεις να καταλάβεις, κι ακόμη χειρότερα για σένα, ο,τιδήποτε δεν θέλεις ή
δε μπορείς να νιώσεις.
Γιατί η Ποίηση δεν κατανοείται απλώς. Νιώθεται.
Οι ιστορίες αλλάζουν και τα πρόσωπα της Γραφής, της Παράδοσης και της Ιστορίας,
βγαίνουν από το πραγματικό ιστορικό πλαίσιό τους, από τις πράξεις και τις επιλογές τους,
για να μπουν πρωταγωνιστές σε ένα άλλο έργο. Από το Θείο Δράμα, στο δράμα της ζωής,
στο δράμα του έρωτα. Δράμα είναι ο Ερωτας, όπως κάθε άλλος πόλεμος.
Από τα Ξένα γόνατα και μετά, ο χώρος και ο χρόνος αλλάζει, όπως και οι πρωταγωνιστές.
Ο βιβλικός χρόνος και η αρχαιότητα (παρά τους αναχρονισμούς), δίνουν τη θέση τους στην
σύγχρονη με τον ποιητή εποχή. Τα Ιεροσόλυμα, η αρχαία Ρώμη δίνουν τη θέση τους στη
23
μεγάλη αγαπημένη του ποιητή : τη Θεσσαλονίκη. Οι κεντρικοί της δρόμοι, οι πλατείες, οι
γειτονιές, η παραλία, οι πιάτσες του παράνομου έρωτα, οι κάμαρες των εραστών, οι
ταβέρνες και τα καφενεία, είναι τα νέα σκηνικά του ερωτικού δράματος. Τα βιβλικά
πρόσωπα, οι απόστολοι, οι μάρτυρες, οι αρχαίοι ήρωες, δίνουν τη θέση τους σε
καθημερινούς Σαλονικιούς και επαρχιώτες. Φαντάροι, υπάλληλοι, περαστικοί, εργάτες,
θαμώνες σε ταβέρνες, εφήμεροι εραστές και τραυματικές ερωτικές συναντήσεις είναι τα
νέα πρόσωπα στο έργο που παίζεται στα ποιήματα του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Κεντρικό
πρόσωπο, πρωταγωνιστής, ο αφηγητής, ο ποιητής.
Δεν έχει πλέον ανάγκη να μιλήσει μέσα από άλλους. Να ντύσει το δικό του βάσανο και το
δικό του πόθο με την λατρεία άλλων. Η μοναξιά, η αγωνία για την αναζήτηση του
αγγίγματος, ο πόθος για τον έρωτα που δε διακρίνει πνεύμα και σάρκα, όλα βιώνονται από
τον ίδιο και με τα δικά του χείλη τραγουδά τη μουσική του έρωτα και του πόθου που τον
στοιχειώνει και τον καταδιώκει. Υπάρχει κάπου εκεί ανάμεσα ο θείος έρωτας; Δεν ξέρω.
Μπορεί. Σίγουρα όμως η νοσταλγία για την εποχή της προσήλωσης στα εκκλησιαστικά
ιδανικά είναι παρούσα και καμία τραυματική εμπειρία, καμία ρατσιστική συμπεριφορά,
καταπίεση ή διωγμός δεν μπορεί να την ξεριζώσει. Στις επικλήσεις του προς Το Θεό,
χρησιμοποιεί τη λέξη “Κύριε”. Όχι “Θεέ μου”, ούτε καν σκέτο “Θεέ”. Ποιος αποκαλεί
κάποιον “Κύριο”, αν όντως δεν τον νιώθει έτσι;
Σίγουρα ο Χριστιανόπουλος του 1960 και του 1957 δεν είναι ο ίδιος με το 1950, ούτε πολύ
περισσότερο με παλαιότερα. Δεν είναι πλέον το “ευσεβές τέκνο” των χριστιανικών
οργανώσεων του Εμφυλίου. Είναι πιστός Χριστιανός;
Δεν ξέρω, πως θα μπορούσα να το κρίνω αυτό;
Ο Θεός βρίσκεται στα πιο απροσδόκητα μέρη και στους πιο απροσδόκητους ανθρώπους.
Αγαπημένο μέρος Του είναι οι προσευχές των αμαρτωλών. Ίσως γιατί αγάπησαν πολύ...
Ο Ερωτας δεν εκφράζεται απλώς θρησκευτικά, είναι από μόνος του θρησκεία στους
στίχους του Χριστιανόπουλου.
Μαρτυρά, σταυρώνεται, πεθαίνει. Ανασταίνεται;
Δεν φαίνεται πεντακάθαρα κάτι τέτοιο.
Σίγουρα όμως λατρεύεται και ιερουργείται.
Είναι ζωντανός ο πόθος και η λαχτάρα του.
Με ευλάβεια αναζητιέται.
Με συντριβή προσεγγίζεται.
Με κατάνυξη υπηρετείται.
Ο πόνος του γίνεται αποδεκτός με ανακούφιση σχεδόν και η απουσία του χτυπά
περισσότερο και από τα πιο αδυσώπητα χτυπήματά του.
Γιατί αυτός ακριβώς ο πόνος είναι σημάδι ζωής.
Το πιο τρανό, το πιο γλυκό, το πιο συναρπαστικό.